κάφρος

κάφρος
ο
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Κάφροι
παλαιά ονομασία τών λαών Κόζα τής νοτιοανατολικής Αφρικής
2. (με υποτιμητική σημ.) απολίτιστος, αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kāfir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”